- οἰνοχειριστής
- οἰνο-χειριστής, οῦ, ὁ,A dispenser of wine, POxy.1752.1 (iv A. D.), PSI3.191 (vi A. D.), etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οινοχειριστής — οἰνοχειριστής, ὁ (ΑΜ) διανομέας οίνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + χειριστής (< χειρίζομαι] … Dictionary of Greek
οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση … Dictionary of Greek